χηρευούσας

χηρευούσας
χηρευούσᾱς , χηρεύω
to be without
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
χηρευούσᾱς , χηρεύω
to be without
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοποτηρητής — ο, ΝΜΑ [τοποτηρῶ] νεοελλ. 1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης 2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδο νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”